
Τιμωρώντας με θάνατο
Υπάρχουν δείγματα χρήσης της θανατικής ποινής ήδη από την αρχαιότητα, όπως δείχνει η μελέτη του Κώδικα του Χαμουραμπί, της 2ης χιλιετίας π.Χ στην Μεσοποταμία. Με την πάροδο του χρόνου χρησιμοποιήθηκαν διαφορετικοί τρόποι για την θανάτωση των εγκληματιών, ανάλογα με το παράπτωμά τους και την κοινωνική τους τάξη, όπως ο τυφεκισμός ή ο απαγχονισμός, η σταύρωση και ο εντοιχισμός. Η επιβολή της θανατικής ποινής ήταν πολύ συνηθισμένη μέχρι τον 20ο αιώνα.
Μέχρι το 2014, η θανατική ποινή βρισκόταν σε ισχύ σε 58 κράτη του πλανήτη. Έχει απαγορευτεί σε όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός από τη Λευκορωσία, όπου εκτελείται ακόμα. Οι περισσότερες πολιτείες της Αμερικής εγκρίνουν τη θανατική ποινή, αν και λίγες μόνο από αυτές τη χρησιμοποιούν. Στη Ελλάδα, η επίσημη κατάργηση έγινε το 1993, αν και η τελευταία εκτέλεση, αυτή του Βασίλη Λυμπέρη, ο οποίος έκαψε την οικογενειά του ζωντανή τον χειμώνα του 1972, έγινε το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς. Πλέον, με τη θανατική ποινή τιμωρούνται συνήθως εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, π.χ γενοκτονία, στα κράτη τα οποία τη διατηρούν. Ένα ιστορικό παράδειγμα χρήσης της για αυτό το λόγο είναι οι εκτελέσεις των ενόχων που ακολούθησαν μετά τη δίκη της Νυρεμβέργης το 1946, όπου καταδικάστηκαν οι εγκληματίες πολέμου μετά την ήττα της Ναζιστικής Γερμανίας. Σε κράτη, όμως, όπως εκείνα του μουσουλμανικού κόσμου, συνεχίζει να χρησιμοποιείται συχνά.
Όπως είναι φυσικό, η επιβολή της θανατικής ποινής έχει τόσο υποστηρικτές όσο και ανθρώπους που εναντιώνονται σε αυτή. Οι πρώτοι πιστεύουν ότι η πρακτική αυτή αποθαρρύνει μελλοντικά κακουργήματα και ότι αποτελεί απλά μια τιμωρία για στυγερά εγκλήματα, εξασφαλίζοντας, παράλληλα, ότι ο καταδικασμένος ,αμετανόητος εγκληματίας δε θα τα ξαναδιαπράξει εάν έβρισκε την ευκαιρία. Στον αντίποδα, οι επικριτές κάνουν λόγο για τη χειρότερη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την κατηγορούν για τη μη αναστρεψιμοτητά της σε περίπτωση αθώωσης έπειτα από δικαστική πλάνη.
Φαίνεται λογικό ένα φρικτό έγκλημα να ξεσηκώνει τη λαϊκή κατακραυγή και η πρώτη απερίσκεπτη αλλά και κυριευμένη από αισθήματα πόνου και αποτροπιασμού αντίδραση του πλήθους να είναι η επιθυμία θανάτωσης του δράστη. Οι περισσότερες σύγχρονες κοινωνίες, όμως, έχουν ως έργο πλέον το σωφρονισμό και όχι την παραδειγματική και κακεντρεχή τιμωρία. Δεν είναι λίγες οι φορές, εντούτοις, που ο κόσμος παίρνει το νόμο στα χέρια του και αφήνει την εκδικητική του διάθεση να εκδηλωθεί, πολλές φορές μάλιστα με το να σκοτώσει ο ίδιος το δράστη στο μέρος όπου διαπράχθηκε το έγκλημα, ακριβώς μετά την τέλεσή του ή και ακόμα αφού έχει συλληφθεί από τους αρμόδιους. Αυτό είναι το λεγόμενο λιντσάρισμα, το οποίο ,βέβαια, θεωρείται παράνομο.
Γράφει η Τζούλια Τσαγκάρη.
Leave a Reply